- περιθέω
- ΜΑπεριβάλλω κάτι (α. «τάφρος περιθέει», Ομ. Οδ.β. «περὶ δὲ χρύσεος θέε πόρκης» — περιέβαλλε χρυσό δακτυλίδι, Ομ. Ιλ.γ. «ὕδωρ περιθέον τὴν γῆν», Ευστ.)αρχ.1. κινούμαι σε όλη την έκταση («περιθέοντες την Ἰταλίαν», Πλούτ.)2. περιτρέχω, κινούμαι κυκλικά, γύρω από κάτι («περιθέοντες τὸν βωμόν», Πορφ.)3. τριγυρίζω, γυρίζω εδώ κι εκεί («Παφλαγὼν περιθέων τοὺς οἰκέτας αἰτεῑ», Αριστοφ.)4. περιστρέφομαι, στριφογυρίζω («ἀσπίδος ἀεὶ περιθεούσης» — ενώ στριφογύριζε την ασπίδα του, Ηροδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + θέω «τρέχω»].
Dictionary of Greek. 2013.